φοιδεράτος

φοιδεράτος
ο / φοιδερᾱτος, ΝΜΑ και φαιδεράτοι Ν, και ως επίθ. φοιδέρατος και φεδέρατος και φιδέρατος, -άτη, -ον, Μ
1. (στην αρχ. Ρώμη) ανεξάρτητες πολιτείες που συνδέονταν με τη Ρώμη με συνθήκες και τών οποίων οι κάτοικοι ήταν σύμμαχοι τών Ρωμαίων, αλλά δεν είχαν τα δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη
2. (στο Βυζ.) στον πληθ. οι φοιδεράτοι
στρατιωτικά μισθοφορικά σώματα συγκροτημένα από συμμάχους τής αυτοκρατορίας, τα οποία είχαν δικό τους οπλισμό και διοικούνταν από δικούς τους αρχηγούς
μσν.
ομόσπονδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. foederatus «ομόσπονδος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φοιδέρατος — άτη, ον Μ βλ. φοιδεράτος …   Dictionary of Greek

  • φεδέρατος — και φιδέρατος και φοιδέρατος, η, ον, Μ βλ. φοιδεράτος …   Dictionary of Greek

  • φαιδεράτοι — οι, Ν βλ. φοιδεράτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”